ἰσοδυναμοῦσαν

ἰσοδυναμοῦσαν
ἰσοδυναμέω
have equal power
pres part act fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοτύλη — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 40 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα του νομού, 25 χλμ. Δ της πόλης του Κιλκίς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. 2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 456 κάτ.) του… …   Dictionary of Greek

  • νόμισμα — Στην οικονομία χαρακτηρίζεται ν. κάθε τι που γίνεται γενικά δεκτό σε ανταλλαγή με εμπορεύματα και υπηρεσίες ή για πληρωμή χρεών. Έτσι μπορεί να είναι ν. ένα φυσικό προϊόν ή ένα μέταλλο, ή ακόμα κι ένα χαρτί ή κι ένας λογιστικός αριθμός, όπως το… …   Dictionary of Greek

  • ακτσές — Το παλαιό ασημένιο τουρκικό νόμισμα (από το ακ που σημαίνει άσπρο). Το βάρος του ήταν περίπου ένα γραμμάριο. Κυκλοφόρησε για πρώτη φορά στην εποχή του σουλτάνου Ορχάν. Αρχικά ισοδυναμούσε με περίπου 0,025 ασημένια γρόσια, που αποτελούσαν (από τον …   Dictionary of Greek

  • Βαλρά, Λεόν — (Léon Walras, Εβρέ, Ερ 1834 – Κλαρέν, Λοζάνη 1910). Γάλλος οικονομολόγος. Καθηγητής της πολιτικής οικονομίας στο πανεπιστήμιο Λοζάνης (1870 92) –δεν μπόρεσε ποτέ να διδάξει στη Γαλλία εξαιτίας της εχθρότητας προς τις ιδέες του των Γάλλων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”